πυρακτῶ

πυρακτῶ
πυρακτέω
turn in the fire
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
πυρακτέω
turn in the fire
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
πυρακτέω
turn in the fire
pres subj act 1st sg
πυρακτέω
turn in the fire
pres ind act 1st sg
πυρακτόω
wounded by such a weapon
pres subj act 1st sg
πυρακτόω
wounded by such a weapon
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρακτώ — (I) έω, Α 1. στρέφω, αναστρέφω ξύλο στη φωτιά για να γίνει πιο σκληρό 2. κάνω κάτι κόκκινο σαν τη φωτιά 3. ανάβω, καίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. πυρακτῶ αποτελεί εκφραστικό παρ. σε κτ ῶ ενός ρ. πυράζω* (< πῦρ), πρβλ. ἀλυ …   Dictionary of Greek

  • πυρακτώνω — πυρακτῶ, όω, ΝΜΑ 1. θερμαίνω κάτι ώσπου να γίνει διάπυρο 2. μτφ. (το μέσ.) πυρακτώνομαι και πυρακτοῡμαι, όομαι φλέγομαι («ζήλῳ πυρακτουμένη», Ηλιόδ.) αρχ. 1. (γενικά) θερμαίνω 2. παθ. πυρακτοῡμαι, όομαι έχω πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • πυράζω — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) θερμαίνω κάτι ώσπου να γίνει διάπυρο, πυρακτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πυράζω παράγεται από τη λ. πῦρ και έχει πλαστεί για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση τού ρ. πυρακτῶ*] …   Dictionary of Greek

  • πυράκτωση — η / πυράκτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πυρακτῶ, όω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυρακτώνω, η θέρμανση ενός υλικού ώσπου να γίνει διάπυρο νεοελλ. τεχνολ. η θέρμανση ενός υλικού ώσπου αυτό να ερυθροπυρωθεί ή να λευκοπυρωθεί σε αντιδιαστολή προς την… …   Dictionary of Greek

  • υλακτώ — ὑλακτῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑλακῶ, άω, Α (για σκυλιά) εκβάλλω φωνή, αλυχτώ, γαβγίζω αρχ. 1. (αμτβ.) μτφ. α) χρησιμοποιείται για τον παλμό ή για τη βοή που κάνει η καρδιά ανθρώπου οργισμένου β) (για κενό στομάχι) ζητώ τροφή 2. (μτβ.) μτφ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”