πυρακτώ — (I) έω, Α 1. στρέφω, αναστρέφω ξύλο στη φωτιά για να γίνει πιο σκληρό 2. κάνω κάτι κόκκινο σαν τη φωτιά 3. ανάβω, καίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. πυρακτῶ αποτελεί εκφραστικό παρ. σε κτ ῶ ενός ρ. πυράζω* (< πῦρ), πρβλ. ἀλυ … Dictionary of Greek
πυρακτώνω — πυρακτῶ, όω, ΝΜΑ 1. θερμαίνω κάτι ώσπου να γίνει διάπυρο 2. μτφ. (το μέσ.) πυρακτώνομαι και πυρακτοῡμαι, όομαι φλέγομαι («ζήλῳ πυρακτουμένη», Ηλιόδ.) αρχ. 1. (γενικά) θερμαίνω 2. παθ. πυρακτοῡμαι, όομαι έχω πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ.… … Dictionary of Greek
πυράζω — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) θερμαίνω κάτι ώσπου να γίνει διάπυρο, πυρακτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πυράζω παράγεται από τη λ. πῦρ και έχει πλαστεί για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση τού ρ. πυρακτῶ*] … Dictionary of Greek
πυράκτωση — η / πυράκτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πυρακτῶ, όω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυρακτώνω, η θέρμανση ενός υλικού ώσπου να γίνει διάπυρο νεοελλ. τεχνολ. η θέρμανση ενός υλικού ώσπου αυτό να ερυθροπυρωθεί ή να λευκοπυρωθεί σε αντιδιαστολή προς την… … Dictionary of Greek
υλακτώ — ὑλακτῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑλακῶ, άω, Α (για σκυλιά) εκβάλλω φωνή, αλυχτώ, γαβγίζω αρχ. 1. (αμτβ.) μτφ. α) χρησιμοποιείται για τον παλμό ή για τη βοή που κάνει η καρδιά ανθρώπου οργισμένου β) (για κενό στομάχι) ζητώ τροφή 2. (μτβ.) μτφ. α)… … Dictionary of Greek